κρησαρίζω

κρησαρίζω
κρησάρισα, κρησαρίστηκα, κρησαρισμένος, κοσκινίζω με κρησάρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρησαρίζω — [κρησάρα] κοσκινίζω το αλεύρι με κρησάρα …   Dictionary of Greek

  • ακρησάριστος — η, ο [κρησαρίζω] αυτός που δεν κοσκινίστηκε με κρησάρα*, ο ακοσκίνιστος …   Dictionary of Greek

  • κρησάρισμα — το [κρησαρίζω] το κοσκίνισμα με την κρησάρα …   Dictionary of Greek

  • κρησαρίστρα — η [κρησαρίζω] 1. κρησάρα 2. γυναίκα που κοσκινίζει το αλεύρι με κρησάρα …   Dictionary of Greek

  • κρησαριστός — ή, ό [κρησαρίζω] 1. κοσκινισμένος με την κρησάρα, κρησαρισμένος («κρησαριστό αλεύρι») 2. φρ. «κρησαριστό ψωμί» ψωμί που παρασκευάστηκε από αλεύρι που κοσκινίστηκε με την κρησάρα …   Dictionary of Greek

  • σινιάζω — ΜΑ [σινίον] 1. κοσκινίζω, κρησαρίζω 2. συνταράσσω, αναστατώνω μσν. ταρακουνώ, κακομεταχειρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • κοσκινίζω — και κοσκινάω κοσκίνισα, κοσκινίστηκα, κοσκινισμένος 1. καθαρίζω κάτι με το κόσκινο, κρησαρίζω. 2. εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”